περιφθείρομαι

περιφθείρομαι
ΜΑ
περιφέρομαι με κίνδυνο να καταστραφώ ή να καταστρέψω άλλους
αρχ.
1. καταστρέφομαι από παντού, φθείρομαι τελείως
2. μαζεύω τις ψείρες, ψειρίζομαι
3. (κατά τον Ησύχ.) «μειοῡμαι, ἐλαττοῡμαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + φθείρομαι «καταστρέφομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμπεριφθείρομαι — Α [περιφθείρομαι] διαφθείρομαι κατά την συναναστροφή μου με κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”